- προκαταγωγή
- ἡ, Α [προκατάγομαι]το να φθάνει, να εισπλέει κανείς πρώτος σε λιμάνι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προκαταγωγήν — προκαταγωγή coming into port before fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)